αεργηλος

αεργηλος
    ἀεργηλός
    3
    Plut. = ἀεργός См. αεργος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αεργηλος" в других словарях:

  • αεργηλός — ἀεργηλός, ή, όν (Α) [ἀεργος] ο αεργός* …   Dictionary of Greek

  • ἀεργηλόν — ἀεργηλός Fr.. masc acc sg ἀεργηλός Fr.. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεργηλοῖο — ἀεργηλός Fr.. masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεργηλοῖς — ἀεργηλός Fr.. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεργηλοῖσιν — ἀεργηλός Fr.. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεργηλοῦ — ἀεργηλός Fr.. masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεργηλᾶς — ἀεργηλός Fr.. fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεργηλῆς — ἀεργηλός Fr.. fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεργηλῇ — ἀεργηλός Fr.. fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεργηλή — ἀεργηλός Fr.. fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεργηλήν — ἀεργηλός Fr.. fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»